- ἰποκτόνος
- ἰποκτόνος [ῑ], ον, ([etym.] ἴψ)A killing the worms in vines, epith. of Heracles at Erythrae, Str.13.1.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιποκτόνος — ἰποκτόνος ον (Α) (επίθ. τού Ηρακλή στις Ερυθρές) αυτός που φονεύει τα σκουλήκια τα οποία καταστρέφουν τα αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴψ, ἰπός σαράκι» + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. βροτο κτόνος, οφιο κτόνος] … Dictionary of Greek
ἰποκτόνον — ἰποκτόνος killing the worms in vines masc/fem acc sg ἰποκτόνος killing the worms in vines neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)